τιγγάβαρι

τιγγάβαρι
τιγγάβᾰρι [γᾰ], τό, [dialect] Att. for κιννάβαρι, Diocl.Com.9, 10 (dub. l., -βαρυ cod. Hsch., Theognost.Can.120).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τιγγάβαρι — και τιγγάβαρυ, τὸ, Α (αττ. τ.) το κιννάβαρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλη μορφή τού κιννάβαρι, αν δεν πρόκειται για παρεφθαρμένο τ. (βλ. λ. κιννάβαρι)] …   Dictionary of Greek

  • κιννάβαρι — το (ΑΜ κιννάβαρι, εως, Α και τιγγάβαρι και τιγγάβαρυ) θειούχο ορυκτό τού υδραργύρου, ερυθρού χρώματος, αλλ. κινναβαρίτης μσν. 1. το κόκκινο χρώμα που εξάγεται από το ορυκτό αυτό 2. κόκκινο μελάνι αρχ. ονομασία διαφόρων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… …   Dictionary of Greek

  • τιγγαβάρινος — ίνη, ον, Μ [τιγγάβαρι] αυτός που είναι κόκκινος σαν το κιννάβαρι, κινναβάρινος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”